- στρυφνός
- -ή, -ό / στρυφνός, -ή, -όν, ΝΜΑ1. (κυρίως για χυμό) αυτός που προκαλεί σύσπαση τών μυών τού στόματος λόγω τής δριμείας γεύσης του, στυφός («ὀξέα και δριμέα καὶ στρυφνά», Ξεν.)2. μτφ. (για πρόσ.) δύστροποςνεοελλ.1. (κατ' επέκτ.) περίπλοκος, πολύπλοκος, μπερδεμένος2. μτφ. (για λεκτικό ύφος) δυσνόητοςαρχ.1. δύσκαμπτος2. μτφ. (για χαρακτήρα ή ήθος) τραχύς, αυστηρός3. το ουδ. ως ουσ. τὸ στρυφνόνη στρυφνότητα, η στυφάδα τής γεύσης.επίρρ...στρυφνά /στρυφνῶς, ΝΜΑμε στρυφνό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός και εκφραστικός όρος, ο οποίος, κατά την πιθανότερη άποψη, συνδέεται με το ρ. στύφω* και εμφανίζει εκφραστικό -ρ- κατ' αναλογία προς τους συγγενείς σημασιολογικώς τ. στρ-ιφνός, στρ-ηνής. 'Εχει διατυπωθεί, ωστόσο, και η άποψη ότι το επίθ. στρνφνός συνδέεται με τ. άλλων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. strūben «ανορθώνω, σηκώνω», αρχ. σαξ. strūf «ανορθωμένος, τραχύς», ρωσ. strup «κρούστα, εσχάρα πληγής»). Η σύνδεση όμως αυτή παρουσιάζει μορφολογικές και σημασιολογικές δυσχέρειες].
Dictionary of Greek. 2013.